- τεχνητικός
- τεχν-ητικός, ή, όν,A artificial, refined,
ἀσωτία Plb.32.11.10
cod. A Ath. (Schweigh. τεχνιτικός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσωτία Plb.32.11.10
cod. A Ath. (Schweigh. τεχνιτικός).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεχνητικός — ή, όν, Α [τεχνίτης] έντεχνος («Ὀροφέρνην εἰσαγαγεῑν τὴν Ἰακὴν καὶ τεχνητικὴν ἀσωτίαν», Πολ.) … Dictionary of Greek